- ανεπισκόπητος
- ἀνεπισκόπητος, -ον (Μ)1. αυτός που δεν τον φροντίζουν, παραμελημένος2. ανεξιχνίαστος, ανεξερεύνητος3. ανεξάρτητος από την επισκοπική εξουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεπισκόπητος — unregarded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπισκόπητον — ἀνεπισκόπητος unregarded masc/fem acc sg ἀνεπισκόπητος unregarded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπισκοπήτους — ἀνεπισκόπητος unregarded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπισκόπητα — ἀνεπισκόπητος unregarded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπισκόπητοι — ἀνεπισκόπητος unregarded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)